- επίρρευμα
- το(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται μέσα σ’ έναν αγωγό που διαρρέεται από άλλο αρχικό ρεύμα όταν ανοίγουμε ή κλείνουμε το κύκλωμα τού αγωγού (οφείλεται στο φαινόμενο τής επαγωγής και εκδηλώνεται με τόξα ή σπινθήρες).
Dictionary of Greek. 2013.